- ὑπογάστριον
- ὑπογάστριονthe lower belly from the navel downwardsneut nom/voc/acc sgὑπογάστριοςsexualmasc/fem acc sgὑπογάστριοςsexualneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπογαστρίοις — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut dat pl ὑπογάστριος sexual masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογαστρίου — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut gen sg ὑπογάστριος sexual masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογαστρίων — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut gen pl ὑπογάστριος sexual masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογαστρίῳ — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut dat sg ὑπογάστριος sexual masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογάστρια — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut nom/voc/acc pl ὑπογάστριος sexual neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογάστριος — α, ο / ὑπογάστριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον το κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους… … Dictionary of Greek
подчревие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ὑπογάστριον) низ живота. Жит. Злат. 23 об … Словарь церковнославянского языка
hipogastrio — (Del gr. hypo , debajo + gaster, vientre.) ► sustantivo masculino ANATOMÍA Parte central o inferior del abdomen. * * * hipogastrio (del gr. «hypogástrion») m. Anat. Parte inferior del *vientre. ≃ Bajo vientre. * * * hipogastrio. (Del gr.… … Enciclopedia Universal
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
σταινίον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἱερὸν ὀστοῡν καὶ τὸ ὑπογάστριον» … Dictionary of Greek